-
1 ιον
I.IIIII.(ῐ) τό фиалка(λειμῶνες ἴου θήλεον Hom.; ἥ μέλιττα βαδίζει ἀπὸ ἴου ἐπὴ ἴ. Arst.; ἴων καὴ ῥόδων λειμῶνες Plut.)
См. также в других словарях:
θηλέω — και δωρ. τ. θαλέω (Α) 1. (για λειμώνες και αγρούς) θάλλω, ανθώ, πρασινίζω (α. «λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον», Ομ. Οδ. β. «θάλησε σελίνοις», «Πίνδ.) 2. μτφ. αυξάνομαι, ευδοκιμώ 3. κάνω κάποιο φυτό να ανθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός… … Dictionary of Greek